περιθρομβούμαι

περιθρομβούμαι
-όομαι, Α
(για το αίμα) πήζω και σχηματίζω θρόμβους ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + θρομβοῦμαι (< θρόμβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”